ζιζανιοκτόνο

ζιζανιοκτόνο
το
φάρμακο το οποίο εξοντώνει τα ζιζάνια (αγριόχορτα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος …   Dictionary of Greek

  • κιτρονελλέλαιο — το χημ. αιθέριο έλαιο με ευχάριστη οσμή κίτρου το οποίο παράγεται με απόσταξη τού φυτού κιτρονέλλη και χρησιμοποιείται στην ιατρική, τη σαπωνοποιία, καθώς και ως ζιζανιοκτόνο και εντομοαπωθητικό, αλλ. έλαιο κιτρονέλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ …   Dictionary of Greek

  • κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… …   Dictionary of Greek

  • κυανουρικός — ή, ό φρ. χημ. «κυανουρικό οξύ» κυκλική αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως τρικαρβιμίδιο και τρικυανικό οξύ, που είναι άοσμο λευκό κρυσταλλικό στερεό και χρησιμοποιείται ως ζιζανιοκτόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyanuric <… …   Dictionary of Greek

  • πενταχλωροφαινόλη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση, παράγωγο τής φαινόλης, που χρησιμοποιείται ως εντομοκτόνο, ζιζανιοκτόνο, μυκητοκτόνο, βακτηριοκτόνο και ως συντηρητικό τού ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentachlorophenol < πεντα * + χλώριον + φαίνω… …   Dictionary of Greek

  • τριχλωροφαινοξυοξικός — ή, ό, Ν φρ. «τριχλωροφαινοξυοξικό οξύ» (βιοχ.) ένωση τού φαινοξυοξικού οξέος, η οποία αποτελεί μέγιστης σημασίας ζιζανιοκτόνο στη διαχείριση τών δασικών και τών γεωργικών εκτάσεων …   Dictionary of Greek

  • κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… …   Dictionary of Greek

  • ξεπαστρεύω — ξεπάστρεψα, ξεπαστρεύτηκα, ξεπαστρεμένος 1. καθαρίζω, σηκώνω, αφαιρώ, εξαφανίζω: Το ζιζανιοκτόνο ξεπάστρεψε όλα τα χόρτα από το χωράφι. 2. κλέβω, λεηλατώ: Μπήκαν στο μαγαζί οι λωποδύτες και το ξεπάστρεψαν. 3. σκοτώνω, εξοντώνω: Τον ξεπάστρεψαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτοφάρμακο — το φάρμακο (ζιζανιοκτόνο, παρασιτοκτόνο, μυκητοκτόνο, εντομοκτόνο), που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των ασθενειών των φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”